κρεάτινος

κρεάτινος
ίνη , ον, κρεάτινός, ή , ό мясной, приготовленный из мяса

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κρεάτινος" в других словарях:

  • κρεατινός — ή, ό 1. αυτός που αποτελείται από κρέας, κρεάτινος 2. φρ. α) «κρεατινή εβδομάδα» ή, απλώς, «κρεατινή» η προτελευταία εβδομάδα τής αποκριάς β) «κρεατινή Κυριακή» η τρίτη Κυριακή τής αποκριάς, η Κυριακή τής Κρεοφάγου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ.… …   Dictionary of Greek

  • κρεάτινος — η, ο αυτός που αποτελείται από κρέας, κρεατένιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρεατο (βλ. κρε[ο] ) + κατάλ. ινος (πρβλ. ξύλ ινος, πέτρ ινος)] …   Dictionary of Greek

  • κρεατινός — ή, ό 1.αυτός που παρασκευάζεται από κρέας. 2. φρ., «κρεατινή Κυριακή» δηλώνει την προτελευταία Κυριακή της Αποκριάς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κρέας — το (AM κρέας, ατός, Α δωρ. τ. κρῆς, επικ. τ. κρεῑας, αττ. γεν. κρέως, κρητ. γεν. κρίως) 1. σάρκα ή τεμάχιο σάρκας τών ζώντων οργανισμών, σε αντιδιαστολή με τα οστά (α. «βοδινό κρέας» β. «ἄρνειον κρέας», Φερεκρ.) 2. η σάρκα τών σφαγίων, σε… …   Dictionary of Greek

  • κρεάτειος — ο κρεάτινος, αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από κρέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρέας, ατος + επίθημα ειος (πρβλ. αέτ ειος, λεόντ ειος)] …   Dictionary of Greek

  • κρεατένιος — α, ο [κρέας] αυτός που αποτελείται ή προέρχεται από κρέας, κρεάτινος …   Dictionary of Greek

  • σάρκειος — εία, ον, Α [σάρξ, σαρκός] αυτός που αποτελείται από σάρκα, από κρέας, ο κρεάτινος …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»